Mastorika
This distinctive codeword language, as recorded in various sources, was the argot language of the stone masons of Greece and Macedonia.
This warning expression, commonly used by those who spoke the argot, is, according to Mr. Gkrassos, perhaps the greatest evidence for the usefulness of the codeword language:
Vouzios mi xyflias, touliz 'ou baros = Silence, do not speak, the boss is listening
Some other common words and phrases are translated into English here:
Mob = Members of gang
Kaudas = Master
Kalfas = foreman, second in comand
Pelekanoi = stone hewers
Kleidosades = lower masons
Paragioi = apprentice masters
Tsirakia = apprentices
Ntamartzides = Quarrymen
Laspitzis = Plasters(makers of plaster)
Kourasani = pointers (making watertight and concerned the jointing of the bridges)
Tagiadorosa = carpenter/woodcarver
Mastoropoula = labourers or minions
And here is a list of further vocabulary translated from Mastorika to modern Greek:
αγκίδα = κορίτσι
αγωγιάτες = πόδια
αηδόνι = αιδοίο
αόρματος = ωραίος (φυσάει αόρματος = είναι όμορφος, καλός)
αστάρος = παππούς
γάβρος = τυρί
γκαμπέτσω = πέος
γκιούληδες = φασόλια
γυαλίζομαι = φαίνομαι
γυαλίζω = βλέπω
γυαλιστερό = παράθυρο
ζαπεύω = κάθομαι
ζούμπενα = πίττα (μελαχρινή ζούμπενα = λαχανόπιττα)
καλόγηρος = νύχτα
καστανάρας = καφές (κουλουριάζω τον καστανάρα = φτιάχνω καφέ)
καψαλάω = φεύγω
κούδας = μάστορας
κουδαρέϊκα = μαστόρικα
κουδαρούλι = μαστοράκι
κούρκουλας = παπάς
κούφιο = σπίτι
λαγός = αγόρι
λαμπερό = παράθυρο
λαμπίρος = τσίπουρο (φυσάει λαμπίρος; = έχει τσίπουρο;)
λιγκρόβα = φαγητό
νταλαμάγκο = γάλα
μανάβηδες = καρφιά
μανεύω = τρώω
μάνο = ψωμί
μαράτος = άρρωστος
ματσεύω = αφοδεύω
μαυρομάτες = ελιές
μέκος = χαζός, ανόητος (φυσάει μέκος = είναι ανόητος)
μέτσινα = ψέμματα
μουχός = αφεντικό
μουχούσα = η γυναίκα του αφεντικού
μπραχάλα = δουλειά
ντένα = ώρα (Τι ντένα φ’σάει; = τι ώρα είναι;)
ξεσέρνω = φέρνω (ξεσέρνομαι = έρχομαι)
ξεφυλλιάζω = λέω, συζητώ (ξεφύλιασε τον μουχό να ξεσύρει φλούδες = πες στο αφεντικό να φέρει λεφτά)
οξιά = νερό
πέρδικα = κρεμμύδι
πισπίλι = πρωκτός
σιόρος = κρασί
στάμος = τεμπέλης (φυσάει στάμος)
στουρνάρια = γυναικείο στήθος (φυσάει αόρματα η ακίδα τα στουρνάρια)
συντρόφι = βρακί
τζιαμάλω = φωτιά
τρικαλινός = πορδή
τσέτσος = κρέας
τσιουλίζω = ακούω, καταλαβαίνω (τα τσιουλίζεις τα κουδαρέϊκα; = καταλαβαίνεις μαστόρικα;)
φλούδες = χρήματα
φοράδια = ξύλα
φυσάω = είμαι, υπάρχω (φυσάει λαμπίρο; = υπάρχει τσίπουρο;)